Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
18 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Στη Λάσση, στο Λύχνο | Ειρήνη Τζαννάτου

Εικόνα άρθρου: Κούλουμα στη Λάσση 1965 (Λόλα, Χάρη, Ελένη, Μαριάνθη, Μαρίνος)

Οι δρόμοι μιλούν. Μιλούν και αφηγούνται ιστορίες για ανθρώπους, ζώα, οχήματα, μικρές και μεγάλες χαρές ή δυστυχίες.

Ο δρόμος της Λάσσης είναι εξίσου ομιλητικός. Κάθε μέρα αφηγείται  ιστορίες τωρινές, φρέσκες  ή μακρινές, αχνισμένες από το χρόνο και την αδυναμία της μνήμης. Οι πρώτες δεν απαιτούν καμιά ιδιαίτερη ικανότητα για να φθάσουν στα αυτιά του περίεργου  ακροατή. Οι άλλες όμως απαιτούν προσοχή σε ψιθύρους και μια σχέση ζωής και παρατήρησης.

Ειρήνη Τζαννάτου

 Αύγουστος μήνας και ο δρόμος φωνάζει. Μιλά πολλές γλώσσες καθώς άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων περπατούν, περιμένουν στη στάση του λεωφορείου, ψωνίζουν στο σούπερ μάρκετ, συζητάνε σε πηγαδάκια με χάρτες ή χωρίς, γελάνε τις νύχτες με μεθυσμένα γέλια ή βρίζονται στη διασταύρωση για το Φανάρι έχοντας τρακάρει ή έχοντας αποφύγει τελευταία στιγμή ένα τρακάρισμα.

 Βουίζει και βρυχάται με  αυτοκίνητα διαφόρων αποχρώσεων και διαστάσεων, άλλα σκεπαστά και άλλα ξέσκεπα που κυκλοφορούν στην καυτή του άσφαλτο, μαζί με μηχανάκια, πατίνια, ποδήλατα και ενίοτε τρίκυκλα. Ταξί γεμάτα μπανιαδόρους, λεωφορεία τουριστικά, το λεωφορείο της γραμμής, φορτηγά τροφοδοσίας για σούπερ μάρκετ, ξενοδοχεία και καταλύματα. Νταλίκες γεμάτες ταλκ από το εργοστάσιο των Μηνιών, επιβατικά και τζιπ, στήνουν ένα ξέφρενο χορό από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ… Γλέντι τρικούβερτο και βαβούρα, ισάξια με τα ντεσιμπέλ λεωφόρων ή αυτοκινητοδρόμων μητροπολιτικών πόλεων.

Παραδόξως, κάτι τέτοιες στιγμές, ο δρόμος επιλέγει να  μου ψιθυρίσει και να μου θυμίσει άλλους ήχους κοσμοσυρροής. Εκείνους που τον γέμιζαν τη μέρα της Καθαρής Δευτέρας στη δεκαετία του 70. Τότε που όλο σχεδόν το Αργοστόλι ερχόταν στη Λάσση να κάνει κούλουμα με λαγάνες, ταραμά και πισάρα πάνω στα απλωμένα τραπεζομάντηλα, κάτω από τις ελιές που ήταν δεξιά και αριστερά του δρόμου, στην άκτιστη τότε  εξοχή. Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που δεν έφερναν μαζί τους τα νηστίσιμα, αλλά  έκαναν τη βόλτα τους στο δρόμο, που από το Φαραώ μέχρι το οικοτροφείο, γέμιζε  με κόσμο. Θυμάμαι κυρίως τα παιδιά… Κάποια φορούσαν τις καρναβαλικές στολές  τους, άλλα  ένα καπέλο ή κρατούσαν στο χέρι μια σακούλα κομφετί ή ένα πακετάκι σερπαντίνες . Τον αγάπησα τότε το δρόμο που περνούσε, όπως και τώρα, έξω απ το σπίτι μας και θυμάμαι με συγκίνηση τις οικογενειακές μας στιγμές, σ’ αυτή την ωραία γιορτή, που επαναλαμβάνονταν για χρόνια, με τρόπο σχεδόν απαράλλαχτο και πάντα χαρούμενο και συντροφικό.

 Για τους επόμενους τρεις με τέσσερις μήνες, ο δρόμος έπεφτε σε λήθαργο και ξαναζωντάνευε το καλοκαίρι. Οι μέρες του τότε είχαν ένα συγκεκριμένο τυπικό, καθώς διαδέχονταν η μία την άλλη. Πρωί πρωί, πέρναγε ένα κοπάδι γίδες. Μια βουκολική ορχήστρα, με το  μαέστρο να σφυρίζει και τα κουδούνια στους λαιμούς των ζώων, να δίνουν μια σύντομη  συναυλία μέχρι να χαθούν στο τέρμα της ανηφόρας. Τον τόνο στη συνέχεια τον έδιναν λιγοστά αυτοκίνητα αλλά και παρέες γυναικών με τα παιδιά τους, που πήγαιναν ποδαράτο για μια βουτιά στη θάλασσα. Συνηθισμένος προορισμός οι Καμαρούλες και τα Γραδάκια ενώ οι αποφασισμένοι για πιο μεγάλη διαδρομή, κατηφόριζαν προς στην Παλιοσταφίδα. Μαζί με τους πρώτους και μείς. Κατεβαίναμε στην παραλία μέσα από το μονοπάτι που μοσχοβόλαγε θυμάρι, να προλάβουμε να κάνουμε μπάνιο νωρίς, πριν γίνει το αδιαχώρητο από τα παιδιά που έμεναν στις κατασκηνώσεις, μέσα στο λιοστάσι του Αγραπίδη. Τότε πάλι ο δρόμος γέμιζε φωνές, καθώς δεκάδες παιδιά ξεχύνονταν στο μονοπάτι που οδηγούσε στα Γραδάκια και το όνομα Κίτσος, που άκουγα για πρώτη φορά, έπαιζε σε όλους του τόνους.

Και ύστερα… ήλθε ο τουρισμός και μαζί του οι οικοδομές. Τα ξενοδοχεία, τα δωμάτια, τα εστιατόρια – όπως ο δικός μας Λύχνος – και η περιοχή έγινε τουριστικό θέρετρο. Το λεωφορείο της γραμμής Αργοστόλι-Πλατύς γιαλός ήταν πάντα γεμάτο και το δρόμο χρόνο με το χρόνο, καλοκαίρι με καλοκαίρι τον διάβαιναν όλο και περισσότερες ρόδες, όλο και περισσότερα παπούτσια καλοκαιρινά. Κάποια στιγμή μάλιστα ο δρόμος πάχυνε, διπλασιάστηκε σε φάρδος, για να χωρέσει όλους αυτούς τους ντόπιους και ξένους που εκτίμησαν πολύ την αξία του. Άλλοι την αισθητική, άλλοι την οικονομική… Και άλλαξε και αυτός, όπως όλα στη ζωή μας.  

 Ο ίδιος δρόμος σήμερα τα χειμωνιάτικα πρωινά, ήρεμος, απαλλαγμένος από το καλοκαιρινό του ντελίριο, ψιθυρίζει τις ιστορίες των ανθρώπων που πεζοί ή με οχήματα περνούν αραιά. Τα μεσημέρια, οι μαθητές  του ΕΠΑΛ απ’ αυτόν επιστρέφουν στο σπίτι τους, με λεωφορείο, με τα πόδια ή με μηχανάκια που οι «πειραγμένες» εξατμίσεις τους ουρλιάζουν αμφισβήτηση και επίδειξη. Σα να μην έφθαναν τα εκκωφαντικά νιάτα τους για να τους δούμε και να τους κρυφοζηλέψουμε… Λίγες ώρες αργότερα, η αθλητική περιβολή εκείνων που  επιλέγουν αυτό το δρόμο για την απογευματινή τους άσκηση, τον εντάσσει πανηγυρικά στο πρόγραμμα «Αθλητισμός για όλους».

 Τις κρύες νύχτες ο δρόμος  μένει  σιωπηλός, αφήνοντας τα νυχτοπούλια, τον αέρα και τη βροχή να δώσουν τον παλμό… Τότε είναι που γλιστράνε στην αυλή μου οι σκιές του Μαρίνου, του Νικόλα, της θείας Ειρήνης και κάθονται στο τραπεζάκι κάτω από την ελιά σιωπηλοί. Δεν ενοχλούνται που τους κοιτάζω από το παράθυρο. Εξάλλου είμαι σίγουρη πως έρχονται εδώ στο αγαπημένο μέρος για να τους δω. Γιατί και η αυλή και το πηγάδι και η αμυγδαλιά, που έχει προ πολλού ξεραθεί, τους ανήκουν. Είναι δικά τους, όπως και ένα κομμάτι από την καρδιά μου.

Ειρήνη Τζαννάτου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ