Να ‘μαι λοιπόν πάλι, στον φιλόξενο χώρο του Kefaloniastatus.gr του αγαπημένου φίλου Γιάννη. Όταν μου ζητήθηκε να συμμετέχω στην ομάδα του, είχα αποφασίσει να «δένω» το κάθε μου θέμα με το λειτούργημα που υπηρετώ. Έψαχνα λοιπόν την αφορμή για να ξετυλίξω στο χαρτί ή δυστυχώς, για να είμαι πιο ειλικρινής, να πληκτρολογήσω την επόμενή μου ιστορία.
Η αφορμή δόθηκε στις 29 Αυγούστου, στην εκδήλωση στα Φραγκάτα, «Ιστορώντας τον τόπο και τους ανθρώπους της», στην οποία έγινε αναφορά στη ζωή και στο έργο ενός Κεφαλλήνα, του Παναγή Δ. Κολαϊτη, συνδικαλιστή και πρωτεργάτη του Αναπηρικού κινήματος. Ένα ανάστημα που ορθωνόταν πολύ πάνω από όσο του επέτρεπε η αναπηρική του πολυθρόνα.
Ακολούθησε η ομιλία του ανιψιού του, του καθηγητή παιδοψυχιατρικής κ. Γεράσιμου Κολαϊτη. Ο κ.καθηγητής μίλησε με απλά λόγια για την σημερινή κατάσταση που ταλανίζει παιδιά και εφήβους, αναφέρθηκε και στα σημάδια που αφήνει η κακοποίηση στις νεανικές ψυχούλες και που πολλές φορές δεν σβήνουν ούτε στα βαθιά γεράματα. Κάποια στιγμή αναφέρθηκε στην ανάγκη να έχουμε άπαντες ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά μας για να προλάβουμε το κακό. Γονείς, φορείς, κοινωνικό κράτος και εκκλησία. Μάλιστα εκείνη την ώρα μας κοίταξε, εμάς τους ρασοφόρους, με ένα βλέμμα που βροντοφώναζε «Εσείς τι κάνετε;».
Κι εδώ αρχίζει η ιστορία μου, δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.
Διότι, φυσικά, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν έλεγαν «όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος». Αυτό θα το ξέρετε οι περισσότεροι, το μαθαίνουμε δα στο σχολείο, ότι «το σωστό» είναι «όπου δεν τύπτει λόγος, τύπτει ράβδος». Τύπτω θα πει χτυπάω, από κει και οι τύψεις της συνείδησης, από την ίδια οικογένεια είναι και ο τύπος, το καλούπι. Βέβαια το σωστό είναι το παρακάτω:
«Ον ου τύπτει λόγος, ουδέ ράβδος. Και εξηγεί: επί των μη πειθομένων τοις εισηγουμένοις τα βέλτιστα. Λέει δηλαδή ο Αποστόλιος (ο πρώτος που έκανε την αναφορά) ότι «όποιον δεν τον αγγίζει ο λόγος, ούτε το ραβδί πρόκειται να τον αγγίξει». Οι νεώτεροι όμως σε μια παράφραση το κάνανε έτσι: « Οπου δεν πίπτει λόγος , πίπτει ράβδος…».
Παιδί του Γυμνασίου εκείνη την εποχή. Ζωηρό, μπάλα, φατούρο, πετροπόλεμος. Όπως όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής. Όχι όλα. Υπήρχε ένα παιδάκι, φοβισμένο και απόμακρο. Ας τον ονοματίσουμε Γιώργο, γιατί η μνήμη μου έχει αρχίσει και ξεθωριάζει.
Ο Γιωργάκης λοιπόν ήταν ανύπαρκτος. Αν ο δάσκαλος δεν του έδινε σημασία, κανείς δεν θα τον πρόσεχε. Τον πρόσεξαν όμως τα καλόπαιδα του σχολείου, οι αδερφοί Πετράκη, δυο γεροδεμένα αδέρφια, κακοί μαθητές αλλά και οι νταήδες της τάξης. Τον βάλανε στο στόχαστρο τον Γιωργάκη. Κάποια μέρα τον είχανε στριμώξει σε μια γωνία και τον πείραζαν όταν τους τσάκωσε όλους ο παπάς. Ο παπα Αχιλλέας Παπαδάκης, παπάς και εκπαιδευτικός, τότε που τα θρησκευτικά τα κάνανε οι Ιερείς απόφοιτοι Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Σχολών. Εκεί είδε τα σημάδια στα χέρια και στα πόδια του Γιωργάκη. Οι Πετράκηδες έκλαιγαν κι οδυρόντουσαν ότι δεν τον χτύπησαν, ήτανε βλέπετε και τρομακτικός ο παπα Αχιλλέας ιδιαίτερα σε μια εποχή που η «ράβδος » ήτανε το πιο διαδεδομένο εκπαιδευτικό όργανο…
Εκεί ανακάλυψε την πικρή αλήθεια. Όχι τα σημάδια στο κορμάκι του Γιωργάκη δεν ήταν από τα αδέρφια νταήδες. Ηταν από τον πατέρα του, που έπινε και ξέσπαγε στον μικρό και στις δυό αδερφούλες του που πηγαίναν Δημοτικό. Ο παπά Αχιλλέας δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια. Το μεσημέρι γύρισε αυτός τον μικρό σπίτι. Ο πατέρας έλειπε στην δουλειά του. Επιστάτης στο Ι.Κ.Α. Αγίων Αναργύρων. Ξαναπήγε το απόγευμα. Λογοφέρανε. Άλλες εποχές τότε. Ο παπάς είχε μια κάποια εξουσία αλλά και ο πατέρας φαμήλια που θεωρούσε κτήμα του γυναίκα και παιδιά. Τότε, σχεδόν μισό αιώνα πρίν. Ο σύζυγος ήταν ο απόλυτος Άρχων. Και δεν είχε στον ήλιο μοίρα η κακοποιημένη γυναίκα και τα παιδιά. «Δικά μου είναι, ό,τι θέλω τα κάνω» του είπε την επόμενη μέρα που ήρθε στο σχολείο να του ζητήσει τον λόγο.
Κλεισμένοι στο γραφείο του «κυρίου Διευθυντή» ενός τόπου μυθικού για εμάς τα παιδιά, τον απειλούσε με μήνυση. Ο Διευθυντής προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα. Το άδικο το είχε ο παπάς. Δεν είχε καμία δουλειά να πάει στο ξένο σπίτι. Κι ο παπάς κάποια στιγμή ξέσπασε. Και τον έσπασε στο ξύλο. Μαζευτήκαμε η πιτσιρικαρία και προσπαθούσαμε να δούμε από την ημιδιάφανη πόρτα. Έφαγε μερικές κι ο Διευθυντής. Κάποια στιγμή ήρθε κι η Αστυνομία.
Το τι έγινε το έμαθα από τον πατέρα μου και στενό φίλο του συγχωρεμένου πια παπα Αχιλλέα. Η υπόθεση είχε πάρει διαστάσεις και πολλοί βρέθηκαν στο πλευρό του παπά, καθώς κι ο συνεφημέριός του στον Ι. Ναό Αγίου Νικολάου Νέων Λιοσίων (Ίλιον τώρα) αγωνιστής παπά Σταύρος Παπαχρίστου. Αλλά και τα πράγματα άλλαξαν για τον Γιωργάκη και την οικογένειά του. Ο παπά Αχιλλέας κι ο παπα Σταύρος πηγαίνανε καθημερινά στο σπίτι του μικρού. Ο πατέρας προσπάθησε να αλλάξει. Δεν τα κατάφερε. Η οικογένεια χωρίστηκε όταν τη μάνα την άφησε σχεδόν μισοπεθαμένη σε μια κρίση βίας ο άντρας της. Τότε έγινε κινητοποίηση και βοήθησε πολύς κόσμος να σταθούν στα πόδια τους γυναίκα και παιδιά. Και τα κατάφεραν.
Ο πατέρας μου πάντα χαιρόταν όταν διηγιόταν την ιστορία του ξυλοδαρμού του κακοποιητή συζύγου από τον παπά μας. Είχε προσπαθήσει να του εξηγήσει το κακό που έκανε στην οικογένειά του, τα τραύματα στις παιδικές ψυχές κι αυτός δεν καταλάβαινε. «Δικά μου είναι τα παιδιά, ό,τι θέλω τα κάνω» του ούρλιαζε και του κουνούσε το δάχτυλο καταπρόσωπο. Ε…Πόσο να αντέξει ο παπάς…
Βαγγέλη μου, έλεγε στον πατέρα μου απολογούμενος ο παπα Αχιλλέας ρουφώντας το καφεδάκι του στην αυλίτσα μας, κάτω απ’ την κλιματαριά… Τι να κάνω; Οπου δεν πίπτει λόγος …πίπτει ράβδος…
Παπά Αχιλέας Παπαδάκης και παπα Σταύρος Παπαχρίστου εκ Καστανιάς Ευρυτανίας. Οι πρωτοπόροι που προσπάθησαν να κάνουν τότε, κέντρο κακοποιημένων γυναικών και των παιδιών τους. Και πολεμήθηκαν γιατί αυτό προϋπέθετε τον χωρισμό της οικογένειας… Αμαρτία.