Σήμερα στην στήλη του π. Ξενοφώντα Ζαρκάδα δημοσιεύουμε τη συνέχεια της ιστορίας του ιπτάμενου της ΟΑ κ. Θεοδοσίου Γεώργιου .
Αν δεν έχετε διαβάσει το Α μέρος, κάντε κλικ ΕΔΩ.
(…)
Με έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό μου και μία μέγγενη απελπισίας να σφίγγει αφόρητα την σκέψη μου, κάτι με κράτησε και δίστασα να σπρώξω μπροστά τις μανέτες, να αρχίσω να ανεβαίνω πάλι και να βάλω την πορεία της επιστροφής. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε ο δισταγμός, αλλά ήσαν αρκετά γιά να ανάψει και πάλι το φώς της ελπίδας! Σαν σε όνειρο, ένοιωσα ένα χέρι να ακουμπά στον δεξιό ώμο μου και, μέσα στο σκοτάδι, άκουσα την φωνή της γιατρού να μου λέει εμφατικά:
- Γιώργο, προσγειώσου όσο πιό γρήγορα μπορείς και πές τους να έρθει το ασθενοφόρο αμέσως στο αεροπλάνο. Θα επιχειρήσω ανάνηψη…
Ναί, λοιπόν, υπήρχε ελπίδα ακόμα! Θεέ μου, σκεπτόμουνα, δώσε την ευκαιρία στο παιδάκι και τους γονείς του! Σε λιγότερο από δύο λεπτά, οι ρόδες μας αγγίξανε το διάδρομο, όχι στην αρχή του, αλλά κοντά στην έξοδο προς την πίστα σταθμεύσεως, όπως το σχεδίασα γιά να κερδίσουμε και το τελευταίο δευτερόλεπτο. Έπεσα στα φρένα στρίβοντας δεξιά από τον συνδετήριο και, 20 δευτερόλεπτα μετά την προσγείωση, ασφάλιζα το χειρόφρενο και έσβηνα κινητήρες, στις 00:20 ακριβώς. Την ίδια στιγμή, σε απόλυτο συντονισμό, το ασθενοφόρο διέγραψε έναν κύκλο και πήρε θέση κάτω από το αριστερό μας φτερό γιά να προστατεύεται από την βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς.
Αυτό που επακολούθησε δεν θα το ξεχάσω σε όλη μου την ζωή. Η γιατρός και ο νοσηλευτής άνοιξαν την πόρτα του αεροπλάνου και πετάχτηκαν έξω πριν ακόμα σταματήσουν να γυρίζουν οι έλικες, με τον εξοπλισμό τους στα χέρια. Ταυτόχρονα, το πλήρωμα του ασθενοφόρου άνοιξε την πόρτα του οχήματος και έβγαλε κάτω από το φτερό του αεροπλάνου το φορείο με ένα γυμνό, άψυχο κορμάκι επάνω του. Σε δευτερόλεπτα, η γιατρός με τον νοσηλευτή το διασωλήνωσαν και ξεκίνησαν με το πλήρωμα του ασθενοφόρου μία απέλπιδα μάχη να το ξαναφέρουν στην ζωή, εκεί, μέσα στην νύχτα, στην παγωνιά, στο ξεροβόρι και στην βροχή που οι ριπές του ανέμου σκόρπιζαν κάτω από το φτερό και τους μούσκευαν. Ένα αυτοκίνητο του αεροδρομίου, που είχε πλησιάσει, τους έλουζε με τους προβολείς του γιά να μπορούν να βλέπουν.
Βγήκα έξω με το πουκάμισο. Δεν ένοιωθα κρύο, δεν ένοιωθα τίποτε, έβλεπα μόνο την απόκοσμη σκηνή και γινόμουν μέρος της. Πλησίασα το φορείο και παρατηρούσα την προσπάθεια της ιατρικής ομάδας να πετύχει το θαύμα. Γιά λίγο τίποτε. Η γιατρός τρυπούσε με μία σύριγγα το στήθος και ο νοσηλευτής, πιέζοντας μία μαύρη πλαστική κύστη με τα χέρια, αντλούσε και προωθούσε με ισχυρές συσφίξεις αέρα και οξυγόνο στον σωλήνα που είχε τοποθετηθεί και κατέληγε μέσα στα πνευμονάκια του παιδιού. Αγωνία, πόνος, απελπισία… Και ξαφνικά, το θαύμα: το πυγμαίο στηθάκι τινάχτηκε σε έναν και μοναδικό σπασμό, μία πρώτη ανάσα, ένα σημάδι ότι ο αγώνας δεν χάθηκε! Την αντάρα του ανέμου σκέπασε ένας δυνατός, γοερός λυγμός, ένα ξέσπασμα ελπίδας από την μητέρα του μωρού, που, μέχρι εκείνη την στιγμή της ανάστασης, πνιγμένη σε ένα σιγανό, απελπισμένο κλάμα, με τις παλάμες της σφικτά πλεγμένες μπροστά της σε στάση παρακλητικής προσευχής, παρακολουθούσε πίσω από την γιατρό κρατημένη στην αγκαλιά του άντρα της που είχε το κεφάλι γυρισμένο και τα κατακόκκινα, πρησμένα μάτια του καρφωμένα επάνω στο κορμάκι του παιδιού του.
Ένοιωσα την ορμή της ομάδας να ανεβαίνει στα κόκκινα, την προσπάθεια να εντείνεται. Γινόμουν μάρτυς της προσπάθειας του παιδιού να ανταποκριθεί στους σωτήρες του και να κρατηθεί στην ζωή. Μετά τον πρώτο σπασμό, πέρασαν περίπου 40 δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνας προσμονής. Και ακολούθησε ένας δεύτερος, το γυμνό στηθάκι αναπήδησε και πάλι. Νέα παύση, νέες απεγνωσμένες προσπάθειες. Καί να, μία τρίτη ανάσα! Η ζωή ξαναγύριζε, με αργά βήματα. Τότε πρόσεξα πως οι γονείς είχαν πιά πέσει επάνω στην γιατρό. Εκείνη, ξαφνικά, ήρθε προς το μέρος μου: - Γιώργο, σε παρακαλώ βοήθησέ με, πάρε τους από εδώ, τους καταλαβαίνω αλλά δεν μπορώ να κάνω την δουλειά μου…
Εκείνοι γύρισαν και μας κοίταξαν. Είχαν καταλάβει, και κινήθηκαν προς το μέρος μου, ενώ η γιατρός γύρισε προς το φορείο και διασταυρώθηκε μαζί τους κοιτώντας τους με μία αδιόρατη έκφραση ελπίδας. Άνοιξα τα χέρια μου αυθόρμητα και τους αγκάλιασα και τους δύο. Ακούμπησαν επάνω μου και ξέσπασαν, τρανταζόντουσαν από λυγμούς. Ήταν ένα πολύ νέο, συμπαθέστατο ζευγάρι, σχεδόν παιδιά και οι ίδιοι. - Ελάτε μαζί μου, παιδιά, πάμε μέσα στο αεροπλάνο, θα γίνετε μούσκεμα εδώ…
Δεν ήξερα τι έλεγα, είμασταν ήδη μουσκεμένοι μέχρι και τα εσώρουχά μας. Τους παρέσυρα προς το αεροπλάνο. - Ελάτε μέσα να γονατίσουμε και οι τρείς, να πούμε μία προσευχή, να Τον παρακαλέσουμε να βοηθήσει το παιδί, να μην το πάρει κοντά Του, να σας το δώσει πάλι…
Μείναμε έτσι, γονατισμένοι στο σκοτάδι, στον στενό διάδρομο του Dornier ανάμεσα στο φορείο και τα καθίσματα γιά λίγα λεπτά, σε μία σιωπηλή προσευχή. Από το πλαϊνό παράθυρο έβλεπα ένα μικρό μέρος από το γυμνό στήθος του παιδιού φωτισμένο από τους προβολείς του αυτοκινήτου. Ναι, οι σπασμοί, οι ανάσες του, είχαν πυκνώσει. Δεν ήταν κανονική αναπνοή, μεσολαβούσαν παύσεις απόλυτης ακινησίας, αλλά αναμφίβολα είχαν πυκνώσει.
Ένοιωθα πραγματική ελπίδα και μία δειλή χαρά. Τους σήκωσα και τους έβαλα να καθίσουν σε δύο καθίσματα. Με κοίταζαν και καταλάβαιναν ότι κάτι καλό εξελισσόταν. - Καθήστε εδώ και περιμένετε, καλύτερα φαίνονται τα πράγματα, αλλά πρέπει να αφήσουμε την γιατρό να κάνει την δουλειά της, εντάξει παιδιά; Θα πάω εγώ έξω να βλέπω τι γίνεται, και θα σας ενημερώνω, αλλά προβλέπω ότι σε λίγο θα φύγουμε όλοι μαζί γιά το νοσοκομείο στην Αθήνα! Μου υπόσχεστε ότι θα μείνετε εδώ; Το παιδί έχει την γιατρό και τον Άγγελό του από επάνω του. Εσείς να δέσετε και τις ζώνες σας γιά να είμαστε έτοιμοι να φύγουμε!
Μου έσφιγγαν και οι δύο τα χέρια, με κρατούσαν στους βραχίωνες. - Ναι Καπετάνιε, στο υποσχόμαστε, θα καθήσουμε εδώ. Πήγαινε εσύ κοντά της…
Μου ελευθέρωσαν τα χέρια και βγήκα πάλι έξω, κοντά στο φορείο. Μαγεμένος, με μία απίστευτη ανακούφιση να με κυριεύει σιγά-σιγά, παρατηρούσα την επιστροφή της ζωής που εκτυλισσόταν στα μάτια μου. Τα χρονικά διαστήματα της ακινησίας ανάμεσα στους σπασμούς του στήθους γίνονταν όλο και πιό σύντομα, μέχρι που εξαφανίστηκαν. Οι ανάσες ενώθηκαν, τελικά, σε μία συνεχή, ανθρώπινη πλέον αναπνοή. Η γιατρός όρθωσε, επί τέλους, το σκυμμένο πάνω από το φορείο σώμα της και γύρισε το βλέμμα αναζητώντας με. Την πλησίασα. - Το σταθεροποίησα το παιδί, μπορούμε να φύγουμε αμέσως γιά την Αθήνα;
- Μόλις μπείτε μέσα, εμείς ξεκινάμε, είμαστε έτοιμοι…
Σε ελάχιστα λεπτά το παιδάκι μεταφέρθηκε και ασφαλίστηκε στο φορείο του αεροπλάνου, με την γιατρό και τους γονείς του καθισμένους δίπλα του. Κλείσαμε πόρτες, εκκινήσαμε τους κινητήρες και στις 01:20 ακριβώς η έκτακτη πτήσις ******* της Ολυμπιακής ξεκίνησε την τροχοδρόμηση γιά την απογείωση προς την Αθήνα.
Ο καιρός ήταν ακόμα πιό βίαιος στην επιστροφή, και εμείς μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο. Όμως, δεν νοιώσαμε τίποτε από αυτά. Ήταν τόση η ανακούφισις και η χαρά μας, που το ταξίδι ούτε που το καταλάβαμε. Προσγειωθήκαμε στην Αθήνα και, στις 02:16 το πρωΐ, έδεσα το χειρόφρενο στην πίστα της Αεροπλοΐας στο Ελληνικό και έσβησα τους κινητήρες. Η Κινητή Μονάδα του ΕΚΑΒ μας περίμενε εκεί και, με το παιδάκι και τους γονείς του, έφυγε γιά το Νοσοκομείο Παίδων. Η αποστολή μας, που άρχισε το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου 1997, τελείωσε τα ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου 1997.
Αποχαιρέτισα την γιατρό και τον νοσηλευτή. Σφίξαμε σιωπηλοί τα χέρια μας, ξέροντας ότι όλοι κάναμε ό,τι μπορούσαμε καλύτερο. Από την πλευρά μας είχαμε πετύχει στην αποστολή μας, φέραμε το παιδάκι ζωντανό μέχρι την Αθήνα και το νοσοκομείο. Με έτρωγε, όμως, κάτι ακόμα μέσα μου. Ρώτησα την γιατρό:
- Πως τα βλέπεις τα πράγματα, θα γίνει καλά το παιδάκι;
- Δεν ξέρω Γιώργο. Ήταν νεκρό γιά 6-7 λεπτά και, με τόσο χρόνο χωρίς οξυγόνωση, ο εγκέφαλος μπορεί να έχει πάθει σοβαρή βλάβη, είμαστε ακριβώς στα όρια από αυτήν την άποψη. Δεν μπόρεσα να σχηματίσω γνώμη γιατί το παιδί δεν ανέκτησε τις αισθήσεις του μέχρι τώρα. Θα το αναλάβουν οι νευρολόγοι στο νοσοκομείο, πλέον.
Πέρασαν 10 ημέρες από τότε, με πολλές άλλες πτήσεις. Έφτασε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Βγήκα γιά κάποιες τελευταίες αγορές δώρων και βρέθηκα στην περιοχή των Αμπελοκήπων. Καθώς οδηγούσα στην λεωφόρο Κηφισίας, το μάτι μου έπεσε σε μία πινακίδα που έγραφε «Προς Νοσοκομείο Παίδων».
Το μυαλό μου, ξαφνικά, κατακλύστηκε από την ανάμνηση της πτήσεως αυτής και του βρέφους από την Ζάκυνθο. Τι να έγινε άραγε, συνήλθε, είναι εντελώς καλά; Του είχε μείνει, μήπως, εγκεφαλική βλάβη;
Σπρωγμένος από μία παρόρμηση, έστριψα το αυτοκίνητο προς την κατεύθυνση που υπεδείκνυε η πινακίδα. Λίγα λεπτά αργότερα στάθμευσα έξω από το νοσοκομείο και στάθηκα στο γραφείο πληροφοριών. Δεν θυμόμουν το όνομα του παιδιού και βρέθηκα να ρωτάω αόριστα, ζητώντας πληροφορίες «…γιά ένα βρέφος που είχε μεταφερθεί με αεροδιακομιδή του ΕΚΑΒ από την Ζάκυνθο πριν δέκα ημέρες…»
Κανείς, όμως, δεν γνώριζε κάτι, και ήταν απολύτως λογικό: Δεν είχαν στοιχεία γιά το ποιός μετέφερε το κάθε άρρωστο παιδί στο νοσοκομείο, μου ζητούσαν το όνομα του παιδιού. Τους είπα να κοιτάξουν τις εισαγωγές τα ξημερώματα τις 14ης Δεκεμβρίου, αλλά απήντησαν ότι το νοσοκομείο είχε εφημερία εκείνη την ημέρα και υπήρχε πλήθος εισαγωγών. Ετοιμαζόμουν να υπολογίσω περίπου την ώρα της εισαγωγής, όταν μία νοσοκόμα, που είχε έρθει κατά τύχην στο γραφείο πληροφοριών γιά μία διεκπεραίωση, άκουσε την συζήτησή μου με τους υπαλλήλους και με πλησίασε. - Ψάχνετε μήπως το κοριτσάκι από την Ζάκυνθο που ήρθε πριν 10 ημέρες με πνευμονικό οίδημα;
- Ναι, αυτό ψάχνω και δεν μπορούμε να το εντοπίσουμε. Ξέρετε εσείς που ευρίσκεται;
- Ναι, ξέρω, αλλά εσείς ποιός είστε; Είστε συγγενής;
- Όχι, είμαι ο πιλότος της Ολυμπιακής που το έφερε και, να, θα ήθελα να ξέρω τι απέγινε!
Πρέπει να κατάλαβε την ανησυχία μου από έναν δισταγμό στην φωνή μου που δεν μπόρεσα να κρύψω. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της και με γέμισε αισιοδοξία. - Σήμερα το πρωΐ βγήκε από την εντατική και είναι σε δωμάτιο.
Δεν μου φάνηκε πολύ σαφής η απάντησις. - Πέστε μου την αλήθεια, είναι καλά, έγινε απόλυτα καλά;
Το χαμόγελο έγινε ακόμα πιό έντονο. - Α, δεν μπορώ να σας πώ εγώ… Ελάτε, ακολουθείστε με, να δείτε ο ίδιος…
Την ακολούθησα. Ανεβήκαμε στον 6ο όροφο, διασχίσαμε έναν μακρύ διάδρομο και σταθήκαμε έξω από ένα μικρό δωμάτιο με κλειστή πόρτα. Την κτύπησε με το χέρι της, διακριτικά, τρείς φορές. Ακούστηκε ένας μικρός θόρυβος από μέσα, κάποιος σηκώθηκε από μία καρέκλα και άνοιξε την πόρτα.
Έμεινα άναυδος. Έβλεπα μπροστά μου ένα κρεβατάκι μωρού, με κάγκελα. Μέσα, όρθιο, κρατημένο με τα χεράκια του από τα κάγκελα, ήταν ένα ζωηρό, χαμογελαστό, υπέροχο κοριτσάκι που με κοίταζε με απορία αλλά και παιχνιδιάρικη διάθεση. Συνειδητοποίησα ότι έβλεπα γιά πρώτη φορά το πρόσωπό της. Ήταν γλυκύτατη. Πανέξυπνα, μεγάλα, σκούρα μάτια και καστανές μπουκλίτσες, ένα πανέμορφο, Ελληνικό αγγελούδι. Φαινόταν απόλυτα καλά! Την επόμενη στιγμή, με είχε αγκαλιάσει η μητέρα της. Με έπνιξε η συγκίνηση, το μόνο που έχω συγκρατήσει είναι η φωνή της που, αφού με φίλησε σταυρωτά, γύρισε κρατώντας με αγκαλιασμένο προς το κοριτσάκι και είπε: - Αυτός είναι ο αεροπόρος που σε έσωσε…
Ξαναγύρισε προς το μέρος μου. Έκλαιγε. Κατάλαβε, διαισθάνθηκε το τελευταίο μικρό υπόλοιπο της ανησυχίας που δεν ήθελα να εξωτερικεύσω. Σκούπισε τα δάκρυά της και μου χαμογέλασε: - Μην ανησυχείτε πιά, είναι απόλυτα καλά, δεν της έμεινε τίποτε, οι νευρολόγοι την βρήκαν πλήρως υγειή!
Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, ακόμα. Σήκωσα μόνο το χέρι και της έδειξα ψηλά, προς τον ουρανό. Μου ένευσε καταφατικά, χαμήλωσε το κεφάλι και έκλαψε και πάλι. Κατάφερα να μιλήσω. - Σας πειράζει να την πάρω λίγο στην αγκαλιά μου;
- Το ρωτάτε; Δεν την βλέπετε πως σας περιμένει;
Σήκωσα την μικρή και την κράτησα στα χέρια μου. Με αγκάλιασε με τα χεράκια της και έγειρε το κεφαλάκι της στον ώμο μου, αφέθηκε επάνω μου σε μία ένδειξη απόλυτης εμπιστοσύνης, σαν να με ήξερε, σαν να ήμουν δικός της άνθρωπος. Κοίταξα την μητέρα της. Το πρόσωπό της είχε φωτιστεί με ένα υπέροχα ήρεμο χαμόγελο. Και πάλι κατάλαβε την αμηχανία μου. Μίλησε με σιγανή φωνή. Είπε απλά: - Σας ξέρει. Της μιλάει γιά εσάς ο Άγγελός της…
Και τότε, ένοιωσα πως κρατούσα στην αγκαλιά μου το ωραιότερο δώρο Χριστουγέννων που μου έκανε Κάποιος στην ζωή μου.