Πάντα ακούγεται μια μουσική από κάπου, όταν γράφω, ακόμα και μέσα στο μυαλό μου. Απόψε ο καρσιλαμάς στην τηλεόραση, με πήγε στην Ακρόπολη, σ΄ένα δρομάκι, ίσως το ίδιο που μένει τώρα ο Μίκης, δεν θυμάμαι. Την επόμενη μέρα πέταγα για Λονδίνο, ένα μήνα, δώρο από τους γονείς μου για τη συμμετοχή μου στις Πανελλήνιες εξετάσεις, πρώτη επιλογή Οδοντιατρική της Αθήνας. Θα με φιλοξενούσε η Εγγλέζα φίλη μου, είχαμε γνωριστεί με τις ανταλλαγές του φροντιστηρίου ξένων γλωσσών στο Περιστέρι που έμενα. Είχε έρθει τρία καλοκαίρια σε μένα, ήταν η σειρά μου να πάω στο σπίτι της.
Η κόρη της οικογένειας που πηγαίναμε εκείνο το βράδυ, έφευγε με την ίδια πτήση και οι παππούδες μου, ο παππά Αντώνης και η γιαγιά Σοφία, πρόσφυγες του 22 από την Πόλη, με πήγαν να γνωριστώ με την κοπέλα. Ήταν φίλοι τους, το σπίτι του Μιχαηλίδη ήταν; Ίσως!
Την ταράτσα αυτού του διώροφου σπιτιού δεν θα την ξεχάσω ποτέ, φιλόξενοι, πρόσχαροι οι Μιχαηλίδηδες ας τους πούμε έτσι, είχαν στρώσει τραπέζι και έψηναν παϊδάκια. Λευκό κρασί, φεγγάρι πάνω απ΄την Ακρόπολη και η τσίκνα να πηγαίνει στους θεούς! Μια αύρα ηρεμίας αξέχαστη, πέρναγα καλά, ας τους έβλεπα πρώτη φορά! Ένα μπλέ χρώμα είναι στη μνήμη μου, πλαισίωνε το φεγγάρι; Ίσως!
Την άλλη μέρα βρεθήκαμε στο αεροδρόμιο, μια ίσια αλογοουρά της κοπέλας θυμάμαι, ούτε πρόσωπο τίποτα. Λίγο φόβο για το αεροπλάνο τον είχα, 1970 η χρονιά, 14 Σεπτέμβρη! Ο φόβος φόβος, αλλά ταξίδι ήταν αυτό, δεν το έχανα by nothing, που λέμε ελληνιστί.
Ο πιλότος όμως ήταν της ΡΑΦ, όπως έμαθα αργότερα, μας ανέβασε κάθετα στο θεό, δεν κατάλαβα τι γινόταν, η κοπέλα δίπλα μου ατάραχη, πως μπορούσε; Δεν της ξεκόλλησαν τ΄άντερα; Άρχισα να μιλάω Αγγλικά από το φόβο, μόνη μου όχι στην κοπέλα που καθόταν δίπλα, ελπίζω χαμηλόφωνα, δε θυμάμαι! Το πρόσωπό μου γυρισμένο στο διάδρομο, αυτό το θυμάμαι! Order, o κ. Μολφέτας στα αυτιά μου, καθηγητής στο φροντιστήριο, στο Περιστέρι! Ο φόβος ελαττώθηκε πολύ, ηρέμησα!
Τι έγινε; Αναρωτιέμαι μετά από… άσε τα χρόνια, άλλο σκεφτόμαστε τώρα! Μιλώντας αγγλικά φοβόμουν λιγότερο, γιατί; Άστο! Άκου κι αυτό, σε μένα μιλάω;… Είναι τρέλα; Από το μπλε της Ακρόπολης, πώς λάτρεψα το πράσινο-μπλε του Ιονίου; Ήμουν πάντα πράσινη, βέβαια. Οι αλλαγές στα χρώματα, στα πειράματα, δείχνουν δική μας αλλαγή, άστο κι αυτό!
Τόσο πολύ … τόσο πολύ μου άρεσε ο τόπος; Είναι και λόρδοι! Ή μήπως, όσο και να αποχαυνωθώ στη Λαπούτα, μπαάμ-τρώω-κατακέφαλους από κοπανητή, με σακκουλάκι γεμάτο πέτρες δεμένο σε ραβδάκι, όπως κρατούσαν οι συνοδοί των διανοητών στα ταξίδια τουΓκιούλιβερ; Δεν έχουν και λίγες πέτρες στην Κεφαλονιά! Πίσω μου σ΄έχω, δε φεύγει ο βιολιστής από τη Στέγη, άλλη μουσική!
Στο κόκκινο, φτάνουμε αργότερα. Μια ζωή ανάποδη! Λες το Big Bang να ήταν στο τέλος;
You don’t own me… άντε πάλι η μουσική, αυτό θα γίνεται; Ξεκίνησε για πίσω το Νιλουφέρ, το πλοίο που έφερε τους πρόσφυγες το 22 από την Πόλη; Είναι μεγάλη η θάλασσα, όλο νερό κι αλάτι, από ιδρώτες, δάκρυα, κρυφά και φανερά ….όλα είναι αλμυρά…..