Σάββατο 27 Απριλίου 2024
16.5 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ

Γράφει ο ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν την άποψη των αρθρογράφων τους και όχι κατά ανάγκη του kefaloniastatus.gr

Το βράδυ ήταν κρύο και βροχερό, το θερμόμετρο έδειχνε πέντε βαθμούς και ο αέρας σφύριζε δαιμονισμένα κάνοντας τα αυτιά των φαντάρων κατακκόκινα  χωρίς να μπορούν να τα προστατεύσουν οι σηκωμένοι γιακάδες από τις χλαίνες. Eκεί στις γραμμές του τρένου, στην έξοδο της πόλης δίπλα στο μοναχικό σπίτι της Βαρβάρας.

Σαν τις γραμμές του τρένου, έτσι και οι φαντάροι περίμεναν με υπομονή να πάρουν σειρά για τον παράδεισο, μέσα στο κρύο και τη μοναξιά τους, μετρώντας το χρόνο ανάλογα με τα τρένα που αγκομαχώντας πέρναγαν σφυρίζοντας, όχι γιατί είχε κάποιο σταθμό, αλλά “τιμής ένεκεν” για τη στρατιά της ηδονής και της μοναξιάς που περίμενε να ανοίξει την πύλη του παράδεισου.

Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να εχεις προετοιμαστεί, σαν ιεροτελεστία, πρώτα σωματικά πίνοντας μερικά μισόκιλα κρασί στην ταβέρνα “ο Λέλεκας” που ήταν κοντά στο στρατόπεδο και δεύτερον ψυχικά με τις ανάλογες ιστορίες που διηγούντουσαν οι παλιοσειρές για τις επιδόσεις της όμορφης Βαρβάρας.

Η αναμονή ηταν απελπιστική μιας και σα νέος έπρεπε να ήμουνα στο τέλος της ουράς, αλλά όταν έφτασε η ώρα να διαβώ την “πύλη” η προετοιμασία στο “Λέλεκα” πήγε περίπατο! Έτσι στάθηκα μπροστά στη Βαρβάρα με την ενοχή ζωγραφισμένη στο προσωπό μου. “Έλα μέσα”, μου έγνεψε μ’ ένα καλοσυνάτο χαμόγελο, “θα πεινάς, έχω έτοιμο φαγητό, έλα δε δαγκώνω”. Μπήκα μέσα σαν υπνωτισμένος και κάθισα στο τραπέζι. Σιγά-σιγά άρχιζα να νιώθω οικεία. Η Βαρβάρα σα να με γνώριζε από καιρό, άνετη ομιλητική άρχισε να ξεδιπλώνει το κουβάρι της ζωής της.

Η ώρα πέρναγε χωρίς να έχω βγάλει μιλιά, ακούγοντας γεμάτος ανάμεικτα συναισθήματα την τραγική της ιστορία. Οταν τέλειωσα και την τελευταία μπουκιά από την υπέροχη κρεατόσουπα και κατέβασα το κουτάλι, την κοίταξα επίμονα στα μάτια και διέκρινα πόσο όμορφα, εκφραστικά αλλά και μελαγχολικά ήταν. Μάτια που ταξίδευαν πέρα μακριά απ’ αυτό το σπίτι, τις γραμμές του τρένου, τους φαντάρους, το κρύο, το δαιμονισμένο αέρα, τη μιζέρια της ακριτικής πόλης, τον ιδρώτα, τα βογγητά, πέρα από αυτό το συμβατικό χρόνο που κυλούσε.

“Σου άρεσε”, με ρώτησε, “είναι η σπεσιαλιτέ μου” μου ομολόγησε όλο καμάρι. Τη συνταγή δεν την λέω σε κανένα, μόνο εδώ μπορείς να τη γευτείς, και μόνο άργα το βράδυ. Μετά τη δουλειά και σε όσους έχουν αυτιά ν’ ακούνε, κι εσύ έχεις. Μη με γελάσεις!!!

Και δεν τη γέλασα ποτέ, γιατί μ’ έμαθε ότι υπάρχουν φώτα που λάμπουν στη σκοτεινή πλευρά του δρόμου!!!

Εικόνα άρθρου : gr.dreamstime.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ