Εικόνα: Jerry Apostolatos
Σήμερα από το πρωί έβγαλα από την αποθήκη τον παλιό σκονισμένο χαρταετό μου, χρόνια είχα να τον χρησιμοποιήσω και τα χρώματα του πρόδιδαν την ηλικία του. Η ουρά του μαδημένη, τα σκουλαρίκια του λειψά, τα ζύγια του παράταιρα και ο σπάγκος φθαρμένος και γεμάτος κόμπους. Δεν ξέρω τι παλιμπαιδισμός με έπιασε αλλά σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραία μια βόλτα στον ουρανό! Να μπορέσω να κολυμπήσω ανάμεσα στα άσπρα σύννεφα, για να μπορέσω να ξανά εκτιμήσω τα πραγματικά μεγέθη όλων αυτών που τρέχουν καλπάζοντας με τα καλάμια τους και σπάνε τα τύμπανα μας με τις φάλτσες φωνές τους και γεμίζουν αισθητική σαβούρα τα μάτια μας.
Έτσι λοιπόν άρχισα τις επισκευές, καινούργια ουρά, φαντεζί σκουλαρίκια, ζύγια ισομοιρασμένα και καινούργια καλούμπα. Έλεγξα με μεγάλη προσοχή και τον σκελετό του και ήμουν έτοιμος για την απογείωση, αλλά προς μεγάλη μου λύπη διαπίστωσα ότι λόγω Άβιασύνης δεν πρόσεξα ότι δεν είχα κάποιον να μου κάνει “κεφάλι”! Άσε που καθαρή Δευτέρα είχαμε την επομένη… Το μόνο σημειολογικά που με έβαλε στον πειρασμό να συνεχίσω το εγχείρημα, ήταν τα γενέθλια μου γιατί λέω “αν δεν το κάνω και φέτος, ποιός ξέρει μετά από πόσο χρόνια θα το ξαναθυμηθώ…”. Έτσι λοιπόν έστησα τον χαρταετό στην απέναντι μάντρα, μάλλον έτσι κάναμε όταν ήμασταν μικροί και δεν είχαμε βοηθό, και άρχισα να τρέχω τραβώντας τον σπάγκο που ήταν δεμένος, αλλά μάταια! Παρ’ όλες τις προσπάθειες ο χαρταετός παρέμενε προσγειωμένος και αρνιόταν να συμμορφωθεί παρά την επιθυμία μου να τον δώ να ίπταται στους αιθέρες ως όφειλε! Από την άλλη ήταν και το κινητό που συνέχεια κουδούνιζε για τα χρόνια πολλά και με δυσκόλευε, άσε που όποιος με έβλεπε -κοτζάμ γάιδαρο- να τρέχω και να βλαστημάω σε κάθε αποτυχημένη προσπάθεια, θα έβαζε τα γέλια! Ήταν πράγματι για γέλια να βλέπεις ένα μαντράχαλο περασμένης ηλικίας να κάθεται στο τέλος αποκαμωμένος με την αποτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Το μόνο ευχάριστο ήταν οι φωνές των φίλων που μου ευχόντουσαν τα χρόνια πολλά και τα διάφορα αστεία τους για το φορτηγό που θα χρειαζόμουν για να μεταφέρω τα κεράκια που θα έβαζα στην τούρτα…
Έτσι λοιπόν όπως ήμουνα καθισμένος και μίλαγα εξιστορώντας το πρόβλημα με τον χαρταετό συνέβη ένα καταπληκτικό πράγμα, λες και όλοι μέσα από το τηλέφωνο άρχισαν να φυσάνε και ως διά μαγείας ο χαρταετός υψώθηκε στον ουρανό παίρνοντας και μένα μαζί του. Άρχισα λοιπόν ένα μαγικό ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο και να βλέπω πρόσωπα αγαπημένα, άλλα που έχουν από καιρό χαθεί και άλλα που βρισκόμασταν αραιά και που λόγω απόστασης, φίλους, συμμαθητές, συναδέλφους, συναθλητές κάτι παιδιά από τους προσκόπους μέχρι κι εγώ δεν ξέρω από πού, σε σημείο που άρχισα να τρομάζω και προσπάθησα να προσγειωθώ! Τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι από την κούραση με είχε πάρει ο ύπνος κάτω από ένα δέντρο, ενώ από το τηλέφωνο που το είχα αφήσει ανοιχτό ακουγόταν η φωνή της ξαδέλφης μου που απελπισμένη μου φώναζε να το κλείσω!
Έτσι μάζεψα την καλούμπα, τον χαρταετό μου και τον ξαναέβαλα στην αποθήκη και τράβηξα για το τουριστικό γραφείο. Είχα αποφασίσει ότι χρειαζόμουν ένα ταξίδι αρκετών ημερών!