Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
16 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γράφει ο ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν την άποψη των αρθρογράφων τους και όχι κατά ανάγκη του kefaloniastatus.gr

Εικόνα άρθρου : Jerry Apostolatos

Η νύχτα είχε προχωρήσει και το σκοτάδι ήταν πυκνό και αδιαπέραστο – η κατοχή είχε τελειώσει εδώ και δύο χρόνια – η βροχή είχε νοτίσει τους δρόμους και οι λακκούβες ήταν γεμάτες νερό. Η πόλη έκανε πως κοιμάται αφού εδώ και δύο χρόνια έθαβε νεκρούς και έστελνε αριστερούς στις εξορίες. Τις προηγούμενες μέρες μεγάλη επιχείρηση της αστυνομίας είχε αρχίσει να συλλαμβάνει κόσμο και κοσμάκη γιατί κάποιοι δεν είχαν αντέξει τα βασανιστήρια και πρόδωσαν τους συναγωνιστές τους. Ο εμφύλιος είχε τελειώσει και οι πληγές άνοιγαν μία-μία και θα κρατούσαν για χρόνια.

Την ησυχία της νύχτας διατάραξε ο ήχος του αυτοκινήτου και το στρίγκλισμα από το φρενάρισμα. Τέσσερις τύποι με ρεπούμπλικες και περίστροφα πετάχτηκαν και όρμησαν στην μικρή αυλή, τη διέσχισαν με ταχύτητα και με ορμή έσπασαν την ξύλινη πόρτα του σπιτιού που ήταν στο βάθος. Σε λίγα λεπτά βγήκαν από μέσα σούρνοντας από τα μαλλιά ένα νεαρό κορίτσι γύρω στα είκοσι επτά ενώ από πίσω η μάνα της φώναζε και καλούσε σε βοήθεια τους ένοικους των άλλων σπιτιών που περιέκλειναν την αυλή.

Κανένας τους όμως δεν τόλμησε να επέμβει και αρκέστηκαν να παρακολουθούν το γεγονός πίσω από τις κλειστές γρίλιες των παραθύρων με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους. Σηκωτή την πέταξαν μέσα στο μαύρο αυτοκίνητο και έφυγαν με ταχύτητα αφήνοντας τη γριά μητέρα της στο κατώφλι του σπιτιού της να κλαίει απαρηγόρητη, φοβούμενη ότι η κόρη της θα έχει την τύχη του Πατέρα της, που από την Ακροναυπλία είχε παραδοθεί από τους χωροφύλακες στους Γερμανούς για να εκτελεστεί στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.

Δεν πέρασαν μερικές μέρες και η Κα Ευγενία έμαθε ότι η κόρη της είναι στις φυλακές Αβέρωφ κλεισμένη στον περιβόητο “αράπη”, ένα κελί χωρίς παράθυρα και γεμάτο νερά. Θα παρέμενε σε αυτό μέχρι να οριστεί η ημερομηνία της δίκης της με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η δίκη θα γινόταν… κεκλεισμένων των θυρών… με την πρόφαση της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης.

Οι κραυγές από τα βασανιστήρια δεν έφταναν στον έξω κόσμο, τα υπόγεια κρατούσαν καλά το μυστικό ή μάλλον οι τοίχοι ρουφούσαν με μανία τον πόνο της νεαρής Αντιγόνης που προκαλούσαν η φάλαγγα, το ξύλο, οι μπουνιές, οι κλοτσιές και όλες οι άνανδρες χειρονομίες στο λεπτό κορμί της που προσπαθούσε να το καλύψει με τα ματωμένα και σκισμένα ρούχα της… Και όλα αυτά γιατί ήταν κόρη του Πατέρα της και γιατί δε μαρτυρούσε τα αλλά μέλη μίας γυναικείας αντιστασιακής ομάδας του ΕΑΜ  που συμμετείχε την περίοδο της κατοχής.

Η εκτέλεση της ήταν βέβαιη καθώς το… κεκλεισμένων των θυρών… ήταν η πρόφαση για να κάνουν τη δουλειά τους απρόσκοπτα τα στρατοδικεία και αυτό ήταν πασιφανές από τις μέχρι τώρα εκτελέσεις. Έτσι μετά από πολλές μέρες και αφού η μικρή Αντιγόνη αρνιόταν να προδώσει τις συναγωνίστριες της, ο φύλακας της έσκασε το μυστικό… την άλλη εβδομάδα πας για εκτέλεση κανόνισε την πορεία σου…. Τα λόγια του έσκασαν  σα βόμβα, δεν ήταν παρά μόνο είκοσι επτά, τα αδέλφια της και ο άντρας της “παραθέριζαν” στη Μακρόνησο και μόνο η μάνα της ήταν κάθε μέρα έξω από την φυλακή προσπαθώντας να μάθει κάποιο νέο της.

Οι εκλεκτοί, πρώην ταγματασφαλίτες, κουκουλοφόροι, λαθρέμποροι, μαυραγορίτες και γενικώς άτομα με ναζιστικό παρελθόν απολάμβαναν την εύνοια του καθεστώτος ενώ οι άλλοι, αυτοί που είχαν αγωνιστεί για την απελευθέρωση αλλά  είχαν τολμήσει  να έχουν αριστερή τοποθέτηση, στο πύρ το εξώτερο.  Όλες αυτές οι ταραχές, οι δίκες και οι εκτελέσεις είχαν τραβήξει την προσοχή πολλών δημοσιογράφων ξένων και ντόπιων που πίεζαν την Ελληνική Κυβέρνηση να μάθουν την αλήθεια αφού δεν είχαν πειστεί ότι δε γινόντουσαν βασανιστήρια και ότι είχαν αποδείξεις ότι οι δίκες ήταν στημένες.

Η μέρα της “δίκης” της Αντιγόνης έφτασε και ο φύλακας, κατ’ εντολή των ανωτέρων του, την προηγούμενη μέρα της ζήτησε ποιά είναι η τελευταία της επιθυμία αφού το αποτέλεσμα  της δίκης ήταν ήδη προαποφασισμένο. Ήταν μεγάλο αμάρτημα η μη “συμμόρφωση προς τας εντολάς των ανωτέρων”.  Καταβεβλημένη από τα βασανιστήρια και εξαντλημένη ζήτησε να της φέρει η μητέρα της καινούργια και καθαρά ρούχα. Όταν η γριά μάνα της έφερε τα καινούργια ρούχα ζήτησε να πάρει πίσω τα παλιά, τα σκισμένα και ματωμένα. Η πρώτη της δουλειά ήταν να τα δείξει στους δημοσιογράφους που μαζευόντουσαν κάθε μέρα έξω από τις φυλακές… “Να αυτά είναι τα ρούχα της κόρης μου ματωμένα και σκισμένα απόδειξη για τα βασανιστήρια που της κάνουν”.

Ο ντόρος που έγινε ήταν μεγάλος σε σημείο που ανάγκασε το στρατοδικείο να αναβάλει την δίκη και να ορίσει άλλη ημερομηνία αυτή την φορά ανοιχτή στο κοινό και στους δημοσιογράφους.

Όσο γινόντουσαν αυτά στις φυλακές Αβέρωφ οι εξόριστοι στην Μακρόνησο ελάμβαναν την “φροντίδα” του Ελληνικού κράτους, συμμετέχοντας σε  διάφορες αθλοπαιδίες, όπως το τσουβάλι με τη γάτα, περπάτημα με τα γόνατα, άσκηση ορθοστασίας, εικονικές εκτελέσεις, πελαργός, αεροπλανάκι και άλλα εκπαιδευτικά “παιχνίδια” για την σφυρηλάτηση και την ενδυνάμωση του Εθνικού ιδεώδους των αριστερών “μιασμάτων” κατ’ εντολήν του περιβόητου λοχαγού Παναγιώτη Σκαλούμπακα. Εκεί ο Αλέκος ένας νέος τριάντα χρονών απόφοιτος  της Ανωτάτης Εμπορικής τραβούσε το δικό του Γολγοθά, πληρώνοντας τις πολιτικές του επιλογές. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχε παντρευτεί την Αντιγόνη και τα νέα για τη δίκη και όλες τις λεπτομέρειες του τις είχαν μεταφέρει νεοφερμένοι σύντροφοι στο στρατόπεδο που τον γνώριζαν από την Καισαριανή.

Σα λογιστής έπρεπε να συνοδεύει το καΐκι μια φορά την εβδομάδα που πέρναγε απέναντι στο Λαύριο τα ξημερώματα, για να παραλάβουν την τροφοδοσία του στρατοπέδου, και όχι μόνο, και το βράδυ να επιστρέφουν στην Μακρόνησο . 

Αυτό ήταν η μεγάλη ευκαιρία μιας και η δίκη της Αντιγόνης συνέπιπτε με την καινούργια ημερομηνία διεξαγωγής της με τη μέρα που το καΐκι θα ήταν στο Λαύριο. Έτσι λοιπόν μιλημένος ο στρατιώτης που φύλαγε τον “Λογιστή” και το μάγειρα άφησε τον Αλέκο να φύγει με την προϋπόθεση να έχει επιστρέψει πριν την αναχώρηση τους για το νησί.

Η μοτοσικλέτα του συντρόφου που τον περίμενε πέταγε φωτιές μέχρι να φτάσει στην Αθήνα και να καταφέρει να μπεί στο Δικαστήριο για να καταθέσει υπέρ της γυναίκας του. Οι δικαστές βλέποντας ένα ναύτη του Βασιλικού Ναυτικού  “αυτά  τα ρούχα τα είχε φορέσει με τη φροντίδα του συντρόφου που τον περίμενε και που είχε οργανώσει όλη την επιχείρηση”  με ανοιχτή τη δίκη, χωρίς αποδείξεις και την αίθουσα γεμάτη από Δημοσιογράφους, οι στρατοδίκες την αθώωσαν ψελλίζοντας μεταξύ τους… “αφήστε την, θα την στρώσει ο Άντρας της”… υπολογίζοντας στην “Εθνικοφροσύνη” του “Ναύτη του Βασιλικού Ναυτικού”.

Το Μάρτιο του 1950 με τα μέτρα συμφιλίωσης της κυβέρνησης Πλαστήρα ο Αλέκος επέστρεψε στη γυναίκα του και αρχίζει ένας νέος αγώνας να ορθοποδήσει αυτός και η γυναίκα του με την εύθραυστη υγεία της και με το το γιό του που ήλθε στον κόσμο ένα χρόνο μετά την απόλυση του. Η οικογένεια πορευόταν ανάλογα με το κέφια της Αστυνομίας. Όταν μάθαιναν από το ΙΚΑ ότι είχε κάποιον πελάτη στο λογιστικό του γραφείο έμπαινε το δίλημμα ή θα αποχωρούσε ο πελάτης ή θα έκλεινε το μαγαζί του,  έτσι αναγκαζόταν να δουλεύει χωρίς ασφάλιση.

Τα χρόνια περνούσαν και η Αντιγόνη έβλεπε τον γιό της να μεγαλώνει και τον άντρα της να στρώνει τη δουλειά του μέχρι που η Ελλάδα ξαναμπήκε στον γύψο με την επτάχρονη δικτατορία.  Ξανά μανά τα ίδια. Αστυνομία, χαφιέδες, εξορίες και το φυλλοκάρδι της να τρέμει αυτή τη φορά για τον γιό της, όπως τότε της μητέρας της για εκείνη, κάθε φορά που η αστυνομία  τον φώναζε στο τμήμα “Διά υπόθεσίν του” έτσι για να εκφοβίζει τους γονείς.

Η εύθραυστη υγεία της με τα χρόνια είχε επιδεινωθεί και το μοιραίο δεν άργησε να έλθει λίγα χρόνια πριν την πτώση της χούντας. Δεν κατάφερε να ζήσει σ’ έναν καλύτερο κόσμο, σε μια πιο δίκαιη κοινωνία όπως την ονειρευόταν. Τότε που αγωνιζόταν, όπως τότε που έκλεινε το στόμα της από τον πόνο μπροστά στον βασανιστή της, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι που βασανίστηκαν, εξορίστηκαν ή θυσίασαν την ζωή τους για ένα καλύτερο αύριο .

Και όπως γράφει και ο Βάρναλης στους  “Μοιραίους”… φταίει  το ζαβό το ριζικό μας!…. φταίει  ο Θεός που μας μισεί!… φταίει το κεφάλι το κακό μας!…. φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!  Ακόμα κι αν καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, φαίνεται ότι οι διαφορές ανάμεσα μας τις περισσότερες φορές είναι αξεπέραστες!!!

Η ιστορία αυτή δεν είναι μυθοπλασία, σαν κι’ αυτή υπάρχουν άλλες πολύ χειρότερες με ζωές που θυσιάστηκαν σ’ αυτόν τον τόπο για μια ζωή καλύτερη  που ακόμα περιμένουν να δικαιωθούν.  Δεν είναι δύσκολο, μια απόφαση χρειάζεται και πολύ λιγότερο εγωισμό!!!

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ