Εικόνα άρθρου: Jerry Apostolatos.
Η βροχή που έπεφτε από το πρωί είχε γεμίσει το μικρό χωμάτινο δρόμο της γειτονιάς και τις λακκούβες με νερό, μια καλοκαιριάτικη βροχή μαζί με ζέστη και διακοπές. Χαράς ευαγγέλιο για τη συμμορία των μικρών παιδιών που την αποτελούσαν, πέντε αγόρια και η Λεώνη, μια πιτσιρίκα γεμάτη ζωή, με κατάξανθα μαλλιά και καταγάλανα ζωηρά μάτια. Φορούσε πάντα ένα φαρδύ άσπρο αντρικό πουκάμισο με γυρισμένα τα μανίκια και ένα κοντό χακί παντελόνι με ρεβέρ και δύο μεγάλες τσέπες που το τελείωμα τους φαινότανε κάτω από το ρεβέρ του παντελονιού λόγω του περιεχομένου, γκαζές, καπάκια από αναψυκτικά, γυαλάκια χρωματιστά, και πολλά άλλα.
Τη στολή της Λεώνης, κληρονομιά από τον μεγαλύτερο αδελφό της, συμπλήρωναν τα μικρά αρβυλάκια με τις χαμογελαστές σόλες και η ζώνη, μια τεράστια καφέ ζώνη που έσφιγγε το παντελονάκι της. Αυτή η τεράστια ζώνη σήμα κατατεθέν της Λεώνης περίσσευε από τη λεπτή μέση της και ανέμιζε στα παιχνίδια μας όταν τρέχαμε να τσαλαβουτούμε στις λακκούβες με το νερό ή στο κρυφτό που ακολουθούσε αμέσως μετά τα σιντριβάνια που δημιουργούσαμε πηδώντας με δύναμη στις λακκούβες με το νερό.
Αυτό το πανέμορφο ζωηρό μικρό διαβολάκι πρώτο ερχόταν στα παιχνίδια μας και τελευταίο έφευγε λες και δεν είχε σπίτι. Τα αγόρια ποτέ δεν ξεκίναγαν τις καθημερινές τους περιπέτειες αν δεν ήταν παρούσα και η Λεώνη, αλλά ποτέ δεν είχαν τολμήσει να πάνε να την αναζητήσουν από το σπίτι της. Τις λίγες φορές που είχε καθυστερήσει, πάντα υπήρχε ένας απροσδιόριστος φόβος για τον αυστηρό πατέρα της και την αδιάφορη και πάντα αφηρημένη μητέρα της. Με κάποιο τρόπο είχε κερδίσει το θαυμασμό και την αγάπη των αγοριών, όλοι την θεωρούσαν σαν αδελφή τους, πράγμα που έκανε τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς που δεν μπορούσαν να μπουν στην “συμμορία” να μην την χωνεύουν και συχνά να την κατηγορούν και να την χλευάζουν φωνάζοντας την αγοροκόριτσο, αλλά η Λεώνη δεν κράταγε κακία σε κανέναν και αυτό ήταν που έκανε τους επικριτές της να θυμώνουν περισσότερο.
Τα χρόνια περνούσαν και η “συμμορία” μεγάλωνε, το δημοτικό διαδέχτηκε το γυμνάσιο και οι δεσμοί της παρέας έγιναν πιο σφιχτοί, παρ’ όλα τα προβλήματα της εφηβείας. Η Λεώνη είχε και αυτή μεγαλώσει και είχε γίνει μια πανέμορφη δεσποινίδα περιζήτητη σε όλες τις παρέες των αγοριών, αλλά ποτέ δεν άλλαζε την αρχική παρέα, πάρα την πολιορκία των αρσενικών και εκείνη την φαρδιά καφέ ζώνη που έσφιγγε την σα δαχτυλίδι μέση της. Αλλά όταν παρατηρούσες με περισσότερη προσοχή το πρόσωπο της, θα έβλεπες μια μελαγχολία να πλανιέται στα υπέροχα γαλάζια μάτια της. Κάτι που δεν είχα παρατηρήσει τα προηγούμενα χρόνια. Ξέχασα να σας αναφέρω ότι εγώ ήμουν ένας από τα αγόρια της “συμμορίας” που θαύμαζε την Λεώνη, και δεν αρνούμαι ότι απ’ τη στιγμή που τελείωσα το γυμνάσιο και είχαμε αλλάξει γειτονιά με τους γονείς μου, πάντα έβρισκα την ευκαιρία να περνάω για ένα πω ένα “γεια χαρά” στην παλιοπαρέα και ειδικότερα στην Λεώνη!
Αυτές οι επισκέψεις, όσο πέρναγε ο καιρός, αραίωναν. Μια γιατί τα μαθήματα της σχολής δυσκόλευαν, και μια γιατί άρχισαν να απομυζούν τον ελεύθερο μου χρόνο καινούργιες παρέες και καινούργια ενδιαφέροντα απ’ αυτά που γεννιούνται και πυκνώνουν μαζί με τα γένια του προσώπου μου.
Δεν ξέρω αν σας έχει συμβεί αυτό, δηλαδή να νιώσετε μια παράξενη αίσθηση σαν να είναι να συμβεί κάτι δυσάρεστο ή να πρόκειται να συμβεί, αλλά εμένα από την αρχή εκείνης της ημέρας (επρόκειτο να πάω την άλλη μέρα φαντάρος) αυτό το συναίσθημα ήταν τόσο ισχυρό, που με είχε αναστατώσει σε σημείο που ψαχνόμουνα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Η ανησυχία μου αυτή με οδήγησε στην παλιά μου γειτονιά. Δεν ξέρω γιατί αλλά όταν αντίκρισα τη Λεώνη σαν να ηρέμησα.
Πιάσαμε την κουβέντα μέχρι να έλθουν και οι υπόλοιποι για να πάμε στο γνωστό μας στέκι για καφέ. Όση ώρα μιλούσαμε παρατήρησα ότι το πρόσωπο της είχε αλλάξει. Εκτός απ’ την εμφανή θλίψη που ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια της, είχε αλλάξει και η έκφραση του προσώπου της. Μάταια προσπαθούσα να μου αποκαλύψει το λόγο λέγοντας μου ότι δεν ήταν τίποτα αλλά καταλάβαινε ότι δεν με έπειθε.
Μαζευτήκαν και τα υπόλοιπα μέλη της παλιάς “συμμορίας” και πήγαμε για καφέ. Κάθε φορά που συναντιόμαστε πιάνουμε την κουβέντα από εκεί που την είχαμε αφήσαμε την τελευταία φορά. Κατά την διάρκεια της κουβέντας την παρατηρούσα συνέχεια, κάτι που η Λεώνη το είχε παρατηρήσει, και τα μάτια της είχαν αρχίσει να υγραίνονται επικίνδυνα σε σημείο να είναι έτοιμα να κλάψουν. Τότε πετάχτηκε όρθια και με γρηγοράδα μας αποχαιρέτησε προφασιζόμενη ότι είχε ξεχάσει το ραντεβού της με τον καθηγητή της στο πανεπιστήμιο. Φεύγοντας μου είπε “με σένα θα τα πούμε αύριο”. Δεν πρόλαβα να της πώ ότι αύριο έφευγα για φαντάρος και ότι θα τα λέγαμε με την πρώτη άδεια που θα έπαιρνα, δεν πρόλαβα ούτε καν να αρθρώσω ένα γεια, παρά μόνο την παρακολουθούσα να απομακρύνεται με εκείνο το χαρακτηριστικό βιαστικό βήμα με την άκρη της ζώνης της να ανεμίζει στο πέρασμα της. Γύρισα στο σπίτι μου έφτιαξα τα πράγματα που θα έπαιρνα μαζί μου στο φανταριλίκι και το μυαλό μου ήταν κολλημένο στη Λεώνη. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί έφυγα.
Η παραζάλη του στρατού και η εποχή (δικτατορία βλέπεις) μ’ έκαναν να ξεχάσω την παλιοπαρέα και να την ξαναθυμηθώ την ώρα που έπαιρνα στο χέρι μου την πενθήμερη άδεια μετά των οδοιπορικών τους. Ανυπομονούσα να μάθω τα νέα τους και κυρίως τα νέα της Λεώνης. Όταν έφτασα στο σπίτι άλλαξα τα στρατιωτικά και έτρεξα στο γνωστό στέκι για να τους συναντήσω. Καθόντουσαν όλοι εκεί εκτός από την Λεώνη, τα πρόσωπα τους με κοίταζαν σκυθρωπά. “Τι τρέχει βρέ παιδιά;”. “Δεν τα έμαθες;” μου είπε ο Γιάννης που ήταν γνωστός για τον μπρούτο χαρακτήρα του, “η Λεώνη μας άφησε, κρεμάστηκε με τη ζώνη της στην βεράντα σπιτιού της το βράδυ που έφευγες για φαντάρος, την είδαμε να κρέμεται την άλλη μέρα το πρωί, όλη η γειτονιά την είδε, ήρθε η αστυνομία και το ασθενοφόρο και πήραν την Λεώνη και τους γονείς της. Ο πατέρας, αυτό το κτήνος, την βίαζε και η μάνα δεν έλεγε τίποτα. Τη θυμάσαι εκείνη την μεγάλη ζώνη που φορούσε και που ποτέ δεν έβγαζε από πάνω της;? Ε, μ’ αυτήν κρεμάστηκε… Της την είχε χαρίσει ο αδελφός της πριν το σκάσει απ’ το σπίτι τους και εξαφανιστεί”.
Έκατσα αποσβολωμένος… Αχ βρέ Λεώνη! Γιατί δεν μίλαγες; Γιατί δεν επέμενα εκείνη την ημέρα, γιατί-γιατί;
Σήμερα έχουμε ραντεβού με την παλιά “συμμορία”. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη την ημέρα, πάντα βρισκόμαστε τέτοια μέρα και μιλάμε μόνο για την Λεώνη. Μόνο γι’ αυτήν και έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για να μην χάσουμε άλλη Λεώνη, προσπαθούμε μόνο να τις Αγαπάμε!!!