Ο Οκτώβρης εντέλει είναι ο μήνας ορόσημο κατά του Φασισμού. Ο μαύρος μήνας του. Έναν Οκτώβρη ο λαός έστησε τείχος αποφασιστικό απέναντί του και τον πολέμησε με χιλιάδες νεκρούς. Έναν Οκτώβρη ο ίδιος λαός τον αποχαιρέτησε πανηγυρικά χτυπώντας σήμαντρα και κουνώντας λάβαρα λευτεριάς. Και τρία τέταρτα του αιώνα μετά, οι απόγονοι του ίδιου λαού αποχαιρέτησαν πανηγυρικά τα σημερινά πνευματικοπαίδια των τότε φασιστών, των σύγχρονων Ναζί και τους έστειλαν στο φυσικό τους περιβάλλον… στην φυλακή…
Όχι, ο Έλληνας δεν τον μπορεί το φασισμό. Δεν μπορεί να ανεχτεί δεξιά χέρια σηκωμένα ψηλά να χαιρετούν τον όποιο Φύρερ. Κι αν κάποιος λογιστεί ότι δεν ήταν ο Λαός αλλά η δικαιοσύνη… ίσως πρέπει να σκεφτεί ότι η δικαιοσύνη και το δικαστικό σύστημα στη χώρα μας είναι ένας ιστός αράχνης, καλοσχηματισμένος και δυνατός που πιάνει μυγάκια και σκνίπες με ιδιαίτερη μαεστρία… Τα μεγάλα έντομα, κηφήνες, σφήκες, μπάμπουρες περνάν από μεσαθέ της…
Ο Λαός τους πέταξε από το Κοινοβούλιο και μετά τους αποτελείωσε έξω απ’ το δικαστήριο. Όλα τα μπράβο στο Λαό, τον τόσο βασανισμένο και προδομένο Λαό. Γι’ αυτό το Λαό, που είχε ξεχυθεί στους δρόμους τον Οκτώβρη του ‘45 όταν οι καμπάνες σήμαιναν Ανάσταση και η σβάστηκα είχε κατέβει απ’ τον Ιερό Βράχο. Όταν ο κόσμος είχε ορμήσει ακράτητος στα καντούνια σε κάθε γειτονιά και φώναζε «ΛΕΥΤΡΩΘΗΚΑΜΕ»!!!
Γι’ αυτό το Λαό αλλά και για εκείνη τη μέρα θα μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία, πέρα για πέρα αληθινή, που αξίζει να διαβαστεί. Μια ιστορία που μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, ένα γνήσιο παιδί της Κατοχής, πάντα πεινασμένος και πάντα ανασφαλής.
Η πόλη, ο τόπος, η γειτονιά του, Αθήνα, Τρείς Γέφυρες, καπετάν Λαχανά. Χαμόσπιτα, φτωχολογιά, μια Αθήνα βαριά πληγωμένη απ’ το θεριό του φασισμού που με όπλο την πείνα είχε τσακίσει κορμιά και ψυχές. Αλλά τώρα τα κορμιά είχαν ξεχυθεί στους δρόμους ουρλιάζοντας θριαμβευτικά και οι ψυχές πετάγαν αναστημένες στα σύνεφα της λευτεριάς. Όχλος, κοπάδι ξέφρενο, ασταμάτητο. Και έλυσαν και παλιούς λογαριασμούς, κρέμασαν μαυραγορίτες που τους ειχαν ρουφήξει το αίμα, χαφιέδες κουκουλοφόρους που το δάχτυλό τους είχε στήσει στον τοίχο παλληκάρια, ξυλοκόπησαν άγρια όσους γλύφαν την μπότα του κατακτητή.
Και τώρα έσερναν και μια κοπέλα απ’ τα μαλλιά, με τα ρούχα της ξεσκισμένα, τα λευκά της στήθη γυμνά, χτυπημένη και ματωμένη, βουβή, παγωμένη απ’ το φόβο, και γύρω της το πλήθος μαινόμενο, λυσσασμένο, αγέλη λύκων… Την κουρέψαν με μια φαλτσέτα ματώνοντας της το κρανίο. Την έφτυναν και προσπαθούσαν να περάσουν το πόδι τους μέσα απ’ το ανθρωπομάνι για να την «φιλέψουν» κάποια κλωτσιά, κάποια μπουνιά. Μίσος…
Ο πατέρας μου σκαρφάλωσε σε μια συκιά στην άκρη του δρόμου και παρακολουθούσε με την περιέργεια των δεκατεσσάρων του χρόνων το δράμα. Ήταν η πόρνη που κοιμόταν με τον εχθρό, μια «κοινή» γυναίκα, έμενε λίγες γειτονιές πιο πάνω, μια όμορφη καλοζωισμένη γυναίκα… Ο κόσμος μάζευε πέτρες να τη λιθοβολήσει, κανείς και τίποτα δεν είναι ικανό να σταματήσει την αγέλη, την κρυμμένη στην ανωνυμία μανία. Μια μανία, ένα μίσος που το τροφοδοτούσε η σκέψη όσων «έφυγαν» απ’ το χέρι του κατακτητή, το ίδιο που χάιδευε το κορμί της, απ’ την πείνα και το θάνατο που τους τσάκισε και που αυτή δε γνώρισε, απ’ τη φρίκη που είχε όνομα… Ναζί, και που αυτή, ήταν πόρνη τους…
Μια φωνή τους έκανε να σταματήσουν. Εκείνα τα χρόνια άκουγαν ακόμη εκείνη τη φωνή με σέβας. Ήταν ο παπάς που τους σταμάτησε.
-Τι πάτε να κάνετε ευλογημένοι, τους φώναξε!!!
-Παπά στο δρόμο σου εσύ, του αντιγύρισε μια λεβεντογυναίκα που την ήξερε ο πατέρας μου.
Ήταν η περιβόητη κυρά Ανδριανή, κυρά Ανδρα την φωνάζανε, και κρυφά τα παιδιά της γειτονιάς τη λέγαν κυρα – Γκαούρ Ταρζάν. Χήρα από μικρή ο άντρας της είχε σκοτωθεί στη Μικρά Ασία και την είχε αφήσει με δυο μωρά – δίδυμοι λεβέντες στρατιωτικοί τωρα – το είχαν σκάσει τελευταία στιγμή και πολεμούσαν τον εχθρό κάπου στην Ευρωπη. Θρύλος η κυρά Άνδρα.
-Και μην μας πείς για τον αναμάρτητο και το λιθο γιατί εμείς θα την κάνουμε να πληρωσει την παλιοπόρνη.
Το πλήθος σιγοντάρισε τα λόγια της κι άρχισε δειλά δειλά να αποδοκιμάζει τον παπά.
-Είστε αποφασισμένοι βλέπω, τους είπε με δυνατή φωνή. Τότε κάποιοι πρέπει να πάρουν την αμαρτία, τους φώναξε. Κάποιοι να λογοδοτήσουν, λοιπόν ποιος θα την σκοτωσει, ενάντια στο «ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ», ποιος θα βάψει τα χέρια του με αίμα;
Το πλήθος ξεθάρρεψε, «ΕΓΩ! ΕΓΩ!» ακούστηκαν πολλές φωνές και μετά πιο δυνατά «ΕΓΩ, ΕΓΩ» σχεδόν απ όλους!!!
-Μπράβο προθυμία, αναφωνησε ο Ιερέας. Εγώ θα διαλέξω, εγώ την αμαρτία, τους είπε κι άρχισε να διαπερνά με το βλέμμα του το πλήθος. Ο πατέρας μου αγριεύτηκε, στο νου του ήρθε η εικόνα των κουκουλοφόρων που σήκωναν το δάχτυλο και οι ναζί έσερναν τον καταδικασμένο στην κομαντατούρα. Ο παπάς διάλεξε πρώτη-πρώτη την κυρα Ανδριανή κι αυτή ικανοποιημένη πήγε πίσω του. Μετά το δάχτυλο σταμάτησε σ’ έναν ξερακιανό άντρα που πισωπάτησε κι έκανε νόημα ότι δε θέλει.
-ΕΣΥ Νικόλαε, του φώναξε, έλα.
Σειρά είχε μια νέα κοπέλα που κι αυτή διστακτικά ήρθε πίσω από τον παπά. Ύστερα ένας νεαρός άντρας, γεροδεμένος για την εποχή εκείνη, κι εκείνος υπάκουα προχώρησε. Ο παπάς ζήτησε από το πλήθος να απομακρυνθεί και έχοντας ακουμπησμένο το χέρι του στο κεφάλι της γυναίκας που φάνταζε αφάνταστα χλωμή και τον κοίταζε με ικεσία, άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνο στον κάθε ένα ξεχωριστά. Ο παπάς αδιαφορούσε για τη γυναίκα, απλά είχε ακουμπήσει το χέρι του στο κεφάλι της και μίλαγε… Υστερα αποχαιρέτησε τους Δημίους, χάιδεψε το ματωμένο κεφαλάκι κι έφυγε…
-Μα καλά δεν θα την διαβάσει, αναρωτήθηκε ο κόσμος που περίμενε να γευτεί αίμα. Η Κυρα Ανδριανή έσκυψε κι αγκάλισε τη γυναίκα, έσκισε ένα κομμάτι απ’ τη φούστα της και της σκούπισε το ματωμένο της κούτελο. Η άλλη γυναίκα έπιασε τα χεράκια της και άρχισε να τα χουχουλιάζει. Ο ξερακιανός άντρας έβγαλε το σακάκι του και σκέπασε τους γυμνούς της ώμους με μια κίνηση σχεδόν… ευλαβική. Κάποιος φωναξε και προσπάθησε να πλησιάσει με άγριες διαθέσεις για να εισπράξει ένα δυνατό σπρώξιμο απ’ το νεαρό άνδρα που με τραχιά φωνή διέταξε το απορρημένο πλήθος να διαλυθεί.
Οι τέσσερεις δήμιοι σήκωσαν τη γυναίκα και σε λίγο μπήκαν στο σπίτι της κυρα Ανδριανής και κλείσαν την εξώπορτα. Η απορία όλων θαρρείς και είχε υπόσταση, μπορούσες να την αγγίξεις, κι ο πατέρας μου, παλληκαράκι, κατέβηκε απ’ το δέντρο μην μπορώντας κι αυτός να καταλάβει τι συνέβηκε. Το πλήθος έφυγε κι ο πατέρας μου μαζί, μ’ ένα τεράστιο ερωτηματικό και με μια αδιόρατη δίψα απ’ το αίμα που δε γεύτηκαν…
Την άλλη μέρα η αλήθεια είχε μαθευτεί και τα ερωτήματα είχαν απαντηθεί απ’ το στόμα των ίδιων των δημίων. Ο παπάς όταν τους μάζεψε, αφού τους κοίταξε έναν-έναν διαπεραστικά μετά τους κατακεραύνωσε…
-Εσύ θα τη σκοτώσεις Νικόλαε, που τα τρόφιμα που σου έφερνα για να μη χάσεις τα αγγελούδια σου ΑΥΤΗ μου τα έφερνε να σου τα δώσω, το γάλα που έπινε το μωρό σου, απ’ τα πόδια της έβγαινε. ΕΣΥ θα την σκοτώσεις!
-Εσύ θα την σκοτώσεις, είχε πει στο νεαρό άντρα, τα φάρμακα που σώσαν τη γυναίκα σου ΑΥΤΗ μου έφερε να σου δώσω, ΑΥΤΗ τα πήρε για κείνη με τα πόδια της. ΕΣΥ θα την σκοτώσεις!
-Εσύ θα την σκοτώσεις, είχε πει στη νεαρή γυναίκα, όταν είχαν το μικρό σου αδερφό στην κομαντατούρα που τον είχαν καρφώσει για σαλταδόρο ΑΥΤΗ παρακάλεσε και τον βγάλαν, είχε πει ότι ήταν ανηψάκι της, τα πόδια της τον βγάλαν. ΕΣΥ θα την σκοτώσεις!
Τέλος, στράφηκε στην κυρα Ανδριανή.
-Ανδριάνα, μεγάλωσες μόνη σου δυο παιδιά, λεβέντες, πολεμιστές και τους κυνήγαγε η γκεστάπο για θάνατο. Ποιος νομίζεις ότι τους είχε κρυμμένους στην κάμαρη της μέχρι να φύγουν για Κάϊρο; Ποιος ρίσκαρε τη ζωή της για τα παιδιά σου; ΕΣΥ θα την σκοτώσεις… αν μπορείς…
Κανείς δεν ξανάκουσε για την κοινή εκείνη γυναίκα. Είπαν ότι έφυγε για τα μέρη της. Κάποιοι είπαν ότι έγινε καλόγρια. Άλλοι ότι συνέχισε την «δουλειά» της στην Τρούμπα. Το σίγουρο είναι ότι κανένας δε βρίσκεται σε αυτή την ζωή. Αιωνία η μνήμη αυτού του παπά. Ο Θεός να αναπαύσει αυτή την κοπέλα. Αιωνία η μνήμη όσων χάθηκαν από τα βρωμερά νύχια του φασιμού.