Με τα ουρλιαχτά ακόμα στ’ αυτιά τους έφτασαν στην Ελλάδα, μετά την καταστροφή της Σμύρνης, η οικογένεια του Γιώργη και της Φωτούλας με τα πέντε παιδιά τους.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 η Σμύρνη αφανίστηκε. Φτάσανε στο Λοιμοκαθαρτήριο «Άγιος Γιώργης» και μετά στον Πειραιά σ’ ένα στάβλο για τις πρώτες νύχτες και μετά απο πέντε μέρες μεταφέρθηκαν στην Αθήνα στην πλατεία των παλιών Ανακτόρων, περιμένοντας τις κωνικές σκηνές του Στρατού για να τις στήσουν εκεί που σήμερα λέμε Καισαριανή.
Τέτοια περιστατικά και πολλά άλλα συμβαίνουν σε πολλούς καταυλισμούς που στήνονται με τον πιο αισχρό τρόπο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στους Αμπελόκηπους, στην Φιλαδέλφεια, στον Βύρωνα και στο Αιγάλεω, στον Πειραιά και στην Κοκκινιά.
Η μεγαλοαστική κοινωνία των Αθηνών, αλλά και όλοι αυτοί που ψήφισαν και οδήγησαν στην Μικρασιατική καταστροφή, θέλουν τους πρόσφυγες, οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι μορφωμένοι και καλλιεργημένοι, να είναι έξω από την οπτική τους, αδιαφορούν γι’ αυτούς, τους χλευάζουν, τους λένε Τούρκους και παστρικές τις γυναίκες τους.
Ο Γιώργης και η Φωτούλα τράβαγαν τον διάολό τους, βλέπεις άνθρωποι προοδευτικοί, όπως και οι περισσότεροι, ήταν εμπόδιο για την συντηρητική κοινωνία των Γκαγκάρων (Αθηναίων).
Μια οι χωροφύλακες μια οι τοκογλύφοι οι τραμπούκοι, μια το ίδιο το κράτος, ήταν σαν να τους φώναζαν ότι ήταν ανεπιθύμητοι. Σαν να μην έφτανε αυτό, πάνω που είχαν καταφέρει να αποκτήσουν ένα πλίνθινο σπιτάκι, να σου η Δικτατορία του Μεταξά το 1936, πάει ο Κυρ Γιώργης στις φυλακές της Ακροναυπλίας, όλοι οι προοδευτικοί και αριστεροί απροετοίμαστοι.
Μέχρι που έρχονται οι Γερμανοί και εκεί στην Ακροναυπλία αφού έχουν την ευκαιρία να αποδράσσουν, διχογνωμίες μεταξύ αριστερών παρατάξεων, παραμένουν, και έτσι οι χωροφύλακες παραδίδουν Έλληνες στους Γερμανούς οι οποίοι τους εκτελούν το1943 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Πάει ο Κυρ Γιώργης, αφήνει την Φωτούλα χήρα και ορφανά τα πέντε παιδιά τους. Η κατοχή παρά τις δυσκολίες δημιουργεί ένα αίσθημα συσπείρωσης και ελπίδας, τα παιδιά οργανώνονται στο ΕΑΜ και η καρδιά της Φωτούλας κάθε μέρα χτυπάει δυνατά για τα παιδιά της να μην εχουν την τύχη του πατέρα τους.
Περνάει η κατοχή και έρχεται ο εμφύλιος , το δράμα της οικογένειας μεγαλώνει, πάνω σ΄ ένα σεντόνι φέρνουν στην Κυρά Φωτούλα νεκρά τα δύο μεγάλα της παιδιά, τον Πέτρο και την Ρούλα, σκοτώθηκαν στην μάχη του Αρδηττού.
Ο καιρός περνάει και η Κυρα Φωτουλα κάθε πρωί ξυπνάει και περνάει τον κεντρικό δρόμο της Καισαριανής , πολλά σπίτια έχουν ακόμα τα σημάδια απο τον εμφύλιο στους τοίχους, για να ανοίξει το μικρό μανάβικο του Κυρ Γιώργη, βλέπεις οι εκλογές του 1961 στομώσανε τη λαϊκή θέληση με την βία και τη νοθεία. Κι’ αυτή σ’ εκείνο το μέρος που προσπάθησε να φτιάξει την ζωή της,στο ίδιο μέρος που έθαψε τον άντρα της και τα δύο της παιδιά προσπαθεί ακόμα και τώρα να σταθεί στα πόδια της.
Παρ, όλα αυτά τα άλλα παιδιά της προκόβουν, ο Θεόφραστος είναι καθηγητής πανεπιστημίου στα μαθηματικά και τα δίδυμα η Ευτέρπη και η Μερόπη η μια γιατρός στον Ευαγγελισμό και η άλλη καθηγήτρια γυμνασίου με δικές τους οικογένειες.
Οι πολιτικές διακυμάνσεις την πενταετία 61-65 καταλήγουν στην αποστασία του 1965 και στα Ιουλιανά που είχαν σαν αποτέλεσμα την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου τον Απρίλη του 1967.
Πάλι ο κόσμος κοιμάται. Ποιος τόλμαγε να κυκλοφορεί στην Καισαριανή το βράδυ , ο φόβος οι εξορίες ήταν καθημερινότητα , ο Θεόφραστος απολύεται από το Πανεπιστήμιο και εξορίζεται στη Γυάρο και οι δίδυμες η μια μετατίθεται στο νοσοκομείο της Ξάνθης και η άλλη στο γυμνάσιο της Φλώρινας , παει η οικογενει διαλυθηκε.
Πάλι εξορίες, λογοκρισίες, πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, μια επτάχρονη δικτατορία θα κατακερματίσει την Ελληνική κοινωνία, θα κλείσει τον Έλληνα στο Εγώ του και παρά τις χαρές και τα πανηγύρια με την πτώση της το 1974, η Κυρά Φωτούλα συνεχίζει κάθε πρωί να διασχίζει τον κεντρικό δρόμο της Καισαριανής, με τα κτήρια που έχουν ακόμα τα σημάδια από τον εμφύλιο, για να ανοίξει το μικρό μανάβικο που της άφησε ο Γιώργης της, παρά τα παρακάλια των παιδιών της να τα παρατήσει. Έτσι θα κάνει μέχρι το 1980 όπου θα φύγει και αυτή από τη ζωή στα 85 της. Χωρις να ξαναδεί τον Θεόφραστο που είχε χαθεί κάπου στην Γυάρο στη διάρκεια της δικτατορίας, αλλά ούτε τα δίδυμα που δεν μπόρεσαν, λόγω απόστασης, να έρθουν να την δουν λίγο πριν πεθάνει. Εκεί στο νεκροταφείο της Καισαριανής κοντά στον Γιώργη της και στα παιδιά της που ο κεντρικός δρόμος έχει ακόμα τα σημάδια.
Ακόμα και σήμερα που ο γιος δεν ζει για να αποδείξει σαν μαθηματικός πως το 32 ειναι μεγαλύτερο του 4. Ακόμα και σήμερα που δεν είναι…σήμερα…αλλά το μακρινό χθες. Ακόμα και σήμερα εγώ που σας γράφω αυτή την ιστορία που μοιάζει με πολλές άλλες, φοβάμαι οτι θα φύγω από τη ζωή σε χρόνο παρελθόντα, γιατί ακόμα δεν έχουμε μάθει οτι το 32 εινα μεγαλύτερο του 4.
Θα φύγω μακριά από την ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ των προσφύγων, των νοικοκυραίων, των προοδευτικών, των καθαρών ανθρώπων, με τα σημάδια στους τοίχους, με τα κουτούκια, τα τραγούδια, τα λουλούδια, τις ασπρισμένες αυλές και τους γελαστούς ανθρώπους, ΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΤΕΡΠΗΣ ΔΕΝ ΜΑΘΟΥΝ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ!!!!!